-
1 устанавливать
устанавливать, установить 1) (ставить, оборудовать) τοποθετώ; εγκαθιστώ* μοντάρω, συναρμολογώ (монтировать) 2) (определить) καθορίζω* διαπιστώνω* \устанавливать срок ορίζω προθεσμία* * *= установить1) (ставить, оборудовать) τοποθετώ; εγκαθιστώ; μοντάρω, συναρμολογώ ( монтировать)2) ( определить) καθορίζω; διαπιστώνωустана́вливать срок — ορίζω προθεσμία
-
2 назначить
ρ.σ.μ.1. καθορίζω, ορίζω, προσδιορίζω•назначить день отъезда ορίζω τη μέρα αναχώρησης•
назначить свидание ορίζω συνάντηση•
назначить цену ορίζω την τιμή•
назначить срок καθορίζω προθεσμία•
назначить собрание προσδιορίζω συνέλευση•
назначить себе преемника ορίζω διάδοχο μου.
2. προορίζω•назначить сына в военную службу προορίζω το γ ιό για στρατιωτικό.
3. διορίζω•назначить на пост министра διορίζω υπουργό.
|| αναθέτω•ему -ли несложную работу του ανάθεσαν ελαφρά δουλειά.
4. συσταίνω, υποδείχνω (για φάρμακα, θεραπεία κ.τ.τ.).5. προκαθορίζω. -
3 определить
определитьсов, определять несов1. (устанавливать) καθορίζω, προσδιορίζω:\определить обязанности каждого καθορίζω τίς ὑποχρεώσεις τοῦ καθένα· \определить болезнь προσδιορίζω τήν ἀσθένεια·2. (давать научную характеристику) ὁρίζω, δίνω ὁρισμό·3. мат καθορίζω:\определить у́гол καθορίζω γωνίαν \определить расстояние προσδιορίζω (или καθορίζω) τήν ἀπόσταση·4. юр. (решать, постановлять) ἀποφασίζω, ὁρίζω·5. (обусловливать) καθορίζω, προσδιορίζω:хорошая подготовка определила успех ἡ καλή προπαρασκευή κα-θώρισε τήν ἐπιτυχία·6. (назначать) ὁρίζω, διορίζω:\определить срок ὁρίζω τήν προθεσμία·7. (ассигновать) ἐγκρίνω ποσόν, χορηγώ·8. (на службу и т. п.) уст. βάζω, τοποθετώ:\определить на работу τοποθετώ σέ ὑπηρεσία \определиться1. (стать определенным) διαμορφώνομαι, διαπλάσσομαι·2. (на службу) уст. τοποθετοῦμαι, διορίζομαι,
См. также в других словарях:
τάσσω — ΝΜΑ, και αττ. τ. τάττω Α 1. βάζω, τοποθετώ σε κατάλληλη θέση 2. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) τεταγμένος, η, ο και μόνο στη νεοελλ. και ταγμένος, η, ο α) τοπ. ο παρατεταγμένος β) χρον. ο καθορισμένος από πριν, προδιαγεγραμμένος νεοελλ. 1. ορίζω … Dictionary of Greek
όρισις — ὅρισις, ἡ (ΑΜ) [ορίζω] ορισμός, προσδιορισμός αρχ. (κατά τον Ησύχ.) «προθεσμία, καιρός» … Dictionary of Greek